Υπάρχει μια στάλα
απομεινάρι χαμένων ωκεανών
δύο σβησμένα ίχνη
στο μονοπάτι που μεγαλώνει
με τα βήματά μας
πάνω-κάτω
και τέλος δεν έχει.
Υπάρχουν τα πόδια σου
καθώς τ' απλώνεις
να ξεκουραστούν
πριν την επόμενη
ημικρανία.
Όταν με περιμένουν
το ρολόι μου σταματά
όταν γυρεύουν ησυχία
αδιάκοπα χτυπά
και τους ταράζει·
κανείς ποτέ
δεν κόπιασε
να το επισκευάσει.
Απ’ το μπαλκόνι κοιτώ
το πριονισμένο κεφάλι μου
να σκάει στη γη.
Σκελετωμένα παιδιά
το κλωτσούν
— στην αλάνα —
η μάνα φωνάζει
με κουταλάκι σούπας
τα ταΐζει
μελάνι σουπιάς.
Η τρελή της γειτονιάς
κόβει την γλώσσα μου
«υπάρχουν», λέει,
«σώματα δίχως φωνή».
Έξαφνα η πληγή κλείνει
απ’ τον λαιμό μου
ξεχύνονται σμήνη μέλισσες.
Ξέχνα με απόψε.
Μια για πάντα
ξέχνα με.
Απ' το διψασμένο μου κορμί
δεν έμεινε τίποτα
να θυμηθείς.
Τίποτα
απ' τη σάρκα μου
στη φρικτή σου φυλακή
να βασανίσεις.
Να μπορούσα ν' απευθύνω
μια προσευχή
στον Υιό του Ανθρώπου
που ξεχάστηκε απ' τις Γραφές
Εκείνον που αιώνια
προορίζεται να κουβαλά
τον Σταυρό του
και πότε δε φτάνει
στον Γολγοθά,
Εκείνον που συνήθισε
να τον σκίζουν
τ' αγκαθιά,
να τον διαπερνούν
του πλήθους οι ταπεινώσεις
που θεός κανείς
τέρμα δεν έβαλε
στο μαρτύριό του.
Πλάνη
Οι ώρες που 'λεγα
«δε σ' αγαπώ»
Οι ώρες που πίστευα
ότι δε σ' έχω
αγαπήσει.
Σολωμικό
Ψέμα για πάντα
που κρατεί
μακριά το
λυτρωμό μου.
Προσευχή
Να μπορούσα ν' απευθύνω