Πέμπτη 13 Απριλίου 2017

Επαγρύπνηση

Πνιχτή η νωχέλεια. Βλέμμα έξαφνα σκιρτά,

ύλη αδιόρατη κοπιάζει ν’ ατενίσει.

Τρίζει η σιωπή όταν στον Ζέφυρο ζητά

τη θαλπωρή που την απάθεια θα συντρίψει.


Το ρόδο άρπαξες, τρυγήθηκε ευθύς.

Ξερή η φύση από το χρώμα που κρατούσες.

Αλαφιασμένος πάλι, φώναζα «να ‘ρθεις»

Γιατί πλανεύτρα Άνοιξη βραδυπορούσες;


Άναρχο σύμπαν . Η κλαγγή πως θ’ ακουστεί;

Φαρέτρα άδεια η στερνή παραμυθία.

Στενός ο δρόμος και διπρόσωπη η Πυθία

Μα εσύ αψήφησες ξανά τον δικαστή.