Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

Ἰχνηλασία

Μύχιες σκέψεις παλίμψηστες περγαμηνές συγκεχυμένες,
δίχως τελεία άρρητες υπεράριθμες προσθέσεις,
πράξεις που βρίθουν αγκυλών και παρενθέσεων
ξεπηδούν από τα ορύγματα μιας υπογείου συνειδήσεως.
Καταποντισμένα ονείρατα μιας ιλαρής και ορθοδόξου ευζωίας
πνίγηκαν στην πρώτη θέα του γκρίζου σεληνιακού τοπίου
μόλις ξυπνήσαμε. Τελικά τι θα σωθεί, τι τέλος πάντων θα κρατήσουμε ;
Άδεια κελάρια οι συναναστροφές , κάποτε ξύδι στα χείλη μας έσταξαν,
πίστεις πως το γλυκόπιοτο νάμα στέρεψε διέρρευσαν.
Το λάλον ύδωρ όμως  ρέει στην Κασταλία Πηγή,
μα φοβηθήκαμε να διαβούμε την Αχερουσία
γι’ αυτό και τώρα ζητιανεύουμε  ύλη κοσμογονική,
η ελεημοσύνη καμία λύση δε θα δώσει στην προσμονή.
Η απάντηση βρέθηκε στο αίνιγμα της Σφιγγός
μα ο ήρως εξηπατήθη από τη λάμψη εκείνη τη δολερή,
πρώτα κατέστη πατροκτόνος κι έπειτα μιαρός μητραλοίας.
Η απάντηση βέβαια μετρά,.. Μετρά ο άνθρωπος.
Στην εποχή μας υπάρχει άραγε τέτοιο ον
Ή έπεσε μαχόμενο ηρωικά υπέρ πάτρης,
μεγαλαυχούμενο από τις δάφνες που του προσέφεραν,
οι χαλκευμένες σελίδες της ιστορίας;







Δευτέρα 13 Απριλίου 2015

Στιχούργημα κάπως προσβλητικό




Tό ὄτι δέν περίμενα κάτι καλύτερο ἀπό σένα, δέν μπορῶ νά τό ἀρνηθῶ.
Πάντως διατηρῶ τό ἀναφαίρετο δικαίωμα νά σε κρίνω.
Μπορεῖ οί ἐπικρίσεις μου νά 'ναι δριμεῖες
καί τά ἐπιχειρήματά μου  κάπως προσβλητικά,
μήν παριστάνεις ὅμως τόν ἀδίκως θιγόμενο καί  τήν ἀθώα περιστερᾶ.
Ἴσως ὄντως νά  ἔχεις διαβάσει τά δύο –τρια βιβλία
στά  ὁποῖα καμώνεσαι πώς ἀναδίφησες
καί  νά  διανθίζεις τό λόγο σου μ' ἀφορισμούς εὐκλεῶν στοχαστῶν τοῦ παρελθόντος,
μ΄ αὐτά ἐπ’οὐδενί  δέ σέ λογίζουν ἐπιστήμονα περιοπῆς.
Πάλι θ' ἀντιτείνεις πώς παιδιόθεν μυήθηκες στήν ἐνεργό πολιτική,
ἐγώ ὅμως ξέρω πώς ἐξ ἀπαλῶν ὀνύχων κομματικοποιήθηκες,
πιθηκίζοντας τ' ἄναρθρα συνθήματα πού καλλιεργοῦν τό σύνδρομο του τετραποδισμοῦ.

Πώς ἄραγε ζητᾶς φίλε μου νά σέ πάρω στά σοβαρά ὅταν ἐσύ καί οἱ  σύντροφοί σου
καταστήσατε τήν ἐνασχόληση μέ τά κοινά , σύνδεσμο φανατικῶν ὀπαδών;
Σύν τῷ  χρόνῳ  μεγάλωσες κι  ἐξελίχθηκες σέ θηρευτή ἄχρηστων ἐντυπώσεων,
ἔντυσες τίς λαμπρές δυτικότροπες  σκέψεις σου μ' ἀκριβά ἀμερικάνικα ὐφάσματα,
πήρες τή γνωστή περισπούδαστη πόζα καί  εὐθυτενῆς κίνησες γιά τό μέγα μονοπάτι.
Βέβαια νουθετῶντας τά πλήθη καί  κουνῶντας τά χέρια μηχανικά,
ἀκόμα μας διδάσκεις γιά τούς κινδύνους πού  ναρκοθετοῦν τό μέλλον μας.
Παραλείποντας τά δυστυχήματα πού προξένησε ἡ  φάρα σου,
μᾶς παρουσιάζεις τίς λεηλασίες πού  ὑποστήριξες σάν ἀναγκαῖες θυσίες.
και προκρίνεις την ανάγκη κοινωνικής γαλήνης και συναίνεσης εθνικής.
Ἔχεις κι ἐσύ τ' ἀναφαίρετο δικαίωμα λόγου ,ἀνενδοίαστα θά παραδεχτῶ,
ὅμως τό κατοχυρωμένο δικαίωμα τῆς ἰσηγορίας μ' ὠθεῖ ν’ ἀπαντήσω.
Στόν ἴδιο μου τόν ἐαυτό θ' ἀπολογηθῶ γιά τόν τραχύ τρόπο μου.
Κάποια στιγμή ὅμως θά  λάβεις τά  ἐπίχειρα τῶν πράξεών σου.
Θά  'ρθει ἡ   ὤρα νά  σέ  κρεμάσουν μέ  τό  σκοινί πού  τούς πούλησες....







Ἐλπίδος σῆμα


Ἡ ἐλπίδα ἔρχεται» ἀνέκραξε ἐκστασιασμένη ἡ  ὁμήγυρις.
Εἶναι πανάρχαιο ἔθιμο νά κρεμοῦν τούς Προμηθεῖς νοῶ.
Σέ τοῦτα ἐδῶ τά χώματα αἰωνίως εὐδοκιμοῦν μοναχά
οἱ χάσκοντες καί ἀμβλύνοες ἀδερφοί των συμπεραίνω.
Ἀκόρεστα χείλη διψοῦν ἀκόμα γιά οὐράνιες εὐεργεσίες
ἤ  φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις νεοπαγῶν    ἐξουσιῶν.
Ἡ διήγησις προστάζει ἡ ἐλπίς νά βρίσκεται ἀκόμα στόν πάτο τοῦ πιθαριοῦ,
ἡ πλέμπα προσμένει τήν πολυπόθητη ἐκείνη ἔξοδο τῆς Σωτῆρος,
τινές γιά νά τήν ἐξευμενίσουν  φέρονται σάν χρόνιοι ὑπήκοοί της,
συχνά προφητεύουν γιά νέους ἀσυννέφιαστους καιρούς.
Μέ κηρύγματα οἰκτίρουν ἀλλόκοτους καί ἀπέλπιδες νόες
καί  θεωροῦν φαντασιόπληκτες τίς καρδιές  πού παλεύουν
γιά τό δίκαιο καί τοῦς ἀγῶνες γιά τό μέλλον μάταιους.

Ἄλλοτε πάλι γίνονται θεματοφύλακες τῆς δημοκρατίας
 φθασμένοι ψυχαναλυτές και χαρισματικοί κοινωνικοί λειτουργοί.
Μίλησαν γιά τόν Βαγγέλη, τόν Παῦλο, τόν Ἀλέξη, τόν Κωνσταντῖνο,
τόν Ἐρνέστο ,τήν Κατερίνα, τόν Γρηγόρη τόν ἄνθρωπο μέ τό γαρύφαλλο…
Εἶναι ἄριστοι σ’ αὐτό, μονάχα μιλοῦν γιά σένα , γιά μένα,
τόν ἀπέναντι, τόν παραδίπλα , ποτέ ὅμως γιά τόν ἐαυτό τους.
Συχνά ἀρέσκονται νά ἐλεημονοῡν πένητας καί κατατρεγμένους,
ἀγαποῦν νά λογίζονται χρηστοηθεῖς, εὐεργέτες κι ἄλλα τέτοια κοσμητικά.
Ἰσχυρίζονται πώς δέ μένει περαιτέρω χρόνος γιά δράση κοινωνική,
κι εἶναι ὡραῖο ἄλλοθι ὁ  χρόνος 
ὁ ἄτεγκτος πού γρήγορα κυλᾷ.

Στούς καιρούς μας  τέλος οἱ  ποιητές παρατηροῦν καί γράφουν
γι' αὐτόν πού περήφανος ἀναλίσκεται στήν πυρά
ποτέ ὅμως δέν πέφτουν  νά τον σώσουν.
Ἐπειδή εἶναι μοιρασμένοι στά δύο,
βρίσκουν στό διάβημά του ἱδεαλιστικά κίνητρα
κι ἀπερίσπαστοι τραγουδοῦν τήν ἐλπίδα πού καταφτάνει.

Εἰς μάτην. Ἡ ἐλπίς  πέρασε κάποτε ἀπό τή γῆ μας
μά εἰσερχομένη στήν ἀτμόσφαιρα ὡς μετεωρίτης
ἀκίνδυνος γιά τήν παγιωμένη τῶν πραγμάτων τάξη,
ἀμέσως διελύθη στά ἐξ ὧν συνετέθη!