Η κόρη του παραμυθιού
ασημοδιψασμένη,
να το κοιμίσει πόθησε
στα ξέπλεκα μαλλιά της,
κυλώντας σα σκιά.
Τώρα που συνειδητοποίησα
ότι πάντοτε θα βρίσκω ψιλά
για ν’ αγοράζω γραφική ύλη,
τώρα που δεν υπάρχει
η παραμικρή αμφιβολία
ότι η δειλία μου αρκεί
να με κρατήσει μακριά
απ’ οποιοδήποτε μπουντρούμι,
προσπαθώ να καταλάβω
γιατί βαστώ σφιχτά το μαχαίρι.
Ποιος ο φόβος να μην κοπώ;
Κανένας τοίχος, άλλωστε,
δεν προσμένει να μεταδώσει
όσα ποτίζουν τις φλέβες μου
στην άλλη άκρη της γης.
Κρίμα, τελικά, δεν είναι
να πάει χαμένο τόσο αίμα;
Σφύριζε τη «Διεθνή» περιμένοντας
τη σειρά του στο κεντρικό ΑΤΜ.
«Όχι εδώ, σύντροφε», ψιθύρισα.
«Μην περιμένεις απ’ τους τραπεζίτες,
οι οθόνες τους σαν τα καθρεφτάκια
που μοίραζαν κονκισταδόρες,
στους ανύποπτους ιθαγενείς.
Απέναντι τράβα, στα οπτικά.
Το σάπιο σύστημα θα καταρρεύσει,
όταν στολίσουν τη βιτρίνα τους
με γυαλιά για τα όνειρα».
Μικρό κορίτσι
που τρέχει αλαφιασμένο
σκύβεις να πιείς νερό
απ’ τις λέξεις μου
για να συνεχίσεις το παιχνίδι.
Ακόμα δεν αντίκρυσες
το σκοτείνιασμα τ’ ουρανού.