Σάββατο λίγο πριν τα μεσάνυχτα
στο συνοικιακό τσιπουράδικο
η φωνή της Βίκυς στη διαπασών:
«κράτα μου το χέρι, κράτα το παράπονό μου»
«κράτα την καρδιά σου ώσπου να 'ρθει το πρωί»,
ύστερα οι πενιές του Βασίλη κι η Σωτηρία:
«μη μου ξαναφύγεις πια μάγκα μου»
«μείνε μες στην αγκαλιά μου».
Τα τσουγκρίσματα δίνουν και παίρνουν,
τα «όπα» σκεπάζουν τα ηχεία.
«κράτα μου το χέρι, κράτα το παράπονό μου»
«κράτα την καρδιά σου ώσπου να 'ρθει το πρωί»,
ύστερα οι πενιές του Βασίλη κι η Σωτηρία:
«μη μου ξαναφύγεις πια μάγκα μου»
«μείνε μες στην αγκαλιά μου».
Τα τσουγκρίσματα δίνουν και παίρνουν,
τα «όπα» σκεπάζουν τα ηχεία.
Λίγα μέτρα πιο πέρα, στο ίδιο παγκάκι
οι γρύλλοι νανουρίζουν τον άστεγο
η κρήνη της αυλής αδιάκοπα κυλά,
ανέμελα κυλά η ζωή μας.
Κατέβασα το ποτήρι «εις υγείαν»,
«τα επόμενα δικά μου».
Η Μοσχολιού ξύπνησε έναν λυγμό:
«υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μοναχοί
σαν ξερόκλαδα σπασμένα», το παρήγγειλα,
η Μπέλλου γύρεψε «λίγα ψίχουλα αγάπης»
Το κατάστημα ήταν απασχολημένο.
οι γρύλλοι νανουρίζουν τον άστεγο
η κρήνη της αυλής αδιάκοπα κυλά,
ανέμελα κυλά η ζωή μας.
Κατέβασα το ποτήρι «εις υγείαν»,
«τα επόμενα δικά μου».
Η Μοσχολιού ξύπνησε έναν λυγμό:
«υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μοναχοί
σαν ξερόκλαδα σπασμένα», το παρήγγειλα,
η Μπέλλου γύρεψε «λίγα ψίχουλα αγάπης»
Το κατάστημα ήταν απασχολημένο.