Προσμένεις άσβεστο φιλί
του λυτρωμού λημέρι,
βλαστός μέσα στην καταχνιά,
και η χειμωνιά θεριεύει.
Κάποτε καθρεφτίστηκαν
δυο μάτια μα σβηστήκαν.
Στα βιαστικά προσπέρασαν
όσοι δεν σ’ εννοήσαν.
Πού να ‘ξεραν γιατί πονείς;
Νομίζουν χρόνο χάνεις.
Αχ, την ανάσα που ποθείς
σ’ αβέβαια χείλη θα βρεις…
και η χειμωνιά θεριεύει.
Κάποτε καθρεφτίστηκαν
δυο μάτια μα σβηστήκαν.
Στα βιαστικά προσπέρασαν
όσοι δεν σ’ εννοήσαν.
Πού να ‘ξεραν γιατί πονείς;
Νομίζουν χρόνο χάνεις.
Αχ, την ανάσα που ποθείς
σ’ αβέβαια χείλη θα βρεις…