Γύρεψα μια ανάσα
για το χαμόγελό σου
και τον ήλιο της Κυριακής.
Άπλωσα τα χέρια μου,
ν' ανταλλάξω το ξίδι
με μια σταγόνα δίκιο.
Όσες ελπίδες είχα σκόρπισαν
με το τέλος του παραμυθιού
κι έμεινα μόνος ως τ΄ αποβαθρο
μπρος στ΄ ακροθαλάσσι.
Γύρεψα μια ανάσα
για το χαμόγελό σου
και τον ήλιο της Κυριακής.
Άπλωσα τα χέρια μου,
ν' ανταλλάξω το ξίδι
με μια σταγόνα δίκιο.
Όσες ελπίδες είχα σκόρπισαν
με το τέλος του παραμυθιού
κι έμεινα μόνος ως τ΄ αποβαθρο
μπρος στ΄ ακροθαλάσσι.
Τίποτα δεν χάνεται.
Ό,τι αφήνουμε
να γλιστρήσει
απ’ τα χέρια μας
τρέχει ξοπίσω μας
σαν τα φύλλα
που δεν άντεξαν
το ξεροβόρι
μα δεν κιτρινίζει,
δεν σαπίζει πότε.
Η αλήθεια της ψυχής
― όσο κι αν την κρύβουμε
με πράξεις θεατρικές ―
θα σταθεί μπροστά μας
την ώρα του απολογισμού.
Αόρατοι δικαστές θα κρίνουν
αν άξιζε ο χώρος που πιάσαμε
σ΄ αυτή τη γερασμένη γη,
ή αν σταθήκαμε ακόμα ένα βάρος.