Ο δάσκαλος μίλησε με θέρμη
για τις χαμένες πατρίδες,
ο παπάς δεήθηκε υπέρ αναπαύσεως,
τ’ αμφιθέατρα αντήχησαν
με σκοπούς ξεριζωμένους,
ακόμα κι η κοπέλα π’ αγάπησε
ισχυριζόταν πως βαστά
απ’ τα ίδια ματωμένα χώματα.
Μα εκείνος ο ρεμπεσκές
στο πίσω μέρος του εξώστη
είχε το θράσος ν’ αναρωτηθεί:
«καλά για τις πατρίδες που χάσαμε,
αλλά την πατρίδα που κερδίσαμε
με τόσους πόνους και θυσίες
ποιος τέλος πάντων την πήρε;»