Σαν τα χαμίνια της πλατείας
οι λασπωμένοι ποιητές
τρυπώνουν απ’ τα ξέφτια
του συνοικιακού καπηλειού.
Με παλιά μουρμούρικα
τον κάπελα ξεγελούν,
παραγγέλλουν καυτό μολύβι,
παίρνουν τη θέση τους πλάι στην τάβλα,
μονορούφι πίνουν τις θύμησες ξανά,
το κανάτι δεν λέει ν΄ αδειάσει.
Κοιτάζοντας κλεφτά το τεφτέρι,
διαβεβαιώνουν «θα πιάσω την καλή»,
σβήνουν τα μύχια τους με τον σπόγγο.
Πάνω στο γραπτό τους σκύβουν,
παίρνουν τον δρόμο προς τη λήθη,
Ποτέ κανείς τους δεν ξεχρέωσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου