Φύλλα μυγδαλιάς και πεφταστέρια
έραιναν το γλυπτό τους σύμπλεγμα
το πρώτο δείλι κάτω απ’ τις ροδοδάφνες.
Τώρα στο πάρκο που άλλοτε αγαπήθηκαν,
στο πάρκο που κύλησε βιαστικά μακριά της
σπάραγμα οξειδωμένου διάκοσμου,
κόρη, στα δυο σπασμένο μάρμαρο,
μονάχη σ’ άδειο βάθρο στέκει.