Με πρόσταξες να σε ψάξω στα καλοκαίρια…
Παρατεταμένη η αργία παρέλυσε τ΄ άκρα μου,
δίχως αντίσταση το κορμί βυθιζόταν στη νηνεμία,
τις νύκτες εξαντλημένος άγγιζα την στεριά...
Παρασυρμένη απ’ την φθαρτή σαγήνη δεν κόπιασες
ν΄ ακούσεις την καταιγίδα που μαινόταν εντός μου.
Ανήμπορη να συμβιβαστείς με την αέναη ροή
ζήτησες να προσκολληθώ σε μια φευγαλέα στιγμή.
Έφυγα για να εξημερώσω τη στερνή ηλιαχτίδα
που η μοίρα απόθεσε στην σκοτεινή κλίνη μου.
Πως αλλιώς ν’ αντιμετωπίσω το ψύχος που πλησίαζε;
Συγχώρα με που δε σε βρήκα στα καλοκαίρια...