Διαφιλονικούμενον
ἔδαφος Δύσεως κι Ἀνατολής,
στό
μεταίχμιο ἐδῶ δύο ἀντίρροπων τάσεων.
Σκονισμένος ἀπό τό μάγμα τῶν κόκκινων χρόνων,
καλοῦμαι
ν΄ ἀπαντήσω στό ἡράκλειο δίλημμα.
Ξέρω
πώς τά νεκρά φάσματα δέν πρόκειται ν΄ἀναπαυτοῦν
ἄν
δεν καλύψουμε τοῦ αἰῶνα μας τά χαίνοντα χάσματα.
Ἀναθεώρηση
τῆς ἀπόφασης δέν προβλέπεται,
Εἶστε
ἀμείλικτοι ἐσεῖς τοῦ μέλλοντος οἱ κριτές
γι΄αὐτό
πρέπει νά πάψω νά μετεωρίζομαι
σάν
παρείσακτος πρόσφυγας δῶθε-κεῖθε.
Ἀλίμονο
μου, ἄν τολμήσω νά συμβιβάσω τό ποταπό
καί τό ὕψιστο πού ἀχάλαστα θεριά μέ τραβοῦν,
παλεύοντας
νά ἐπιβληθοῦν τό ‘να στ’ ἄλλο.
Ἐτσι
ἐπιστρέφω ξανά στό γνωστό μονοπάτι.
Ἠ
ἀκατάλυτη μοῖρα δίχως οἶκτο ὅρισε
τά
θεμέλια νἀ 'μαστε τῆς πόλης τῶν ἰδεῶν.
Ἀπάτη
τά οὐράνια. Oἱ δυνάμεις πού συσσωρεύω
θά
κρίνουν ποιόν δρόμο θ΄ἀκολουθήσω.
Ἀπαγορεύεται
νά στρἐψω τό βλέμμα πίσω.
εἶναι
ἀμείλικτοι τοῦ μέλλοντος οἱ κριτές.