«Δε φοβάμαι για σένα,
νοιάζΩμαι», μου γράφει
κι έτσι ανορθόγραφα
επισκιάζει τις σοφιστείες
εκείνων που σκότωσαν
τις ώρες τους διορθώνοντας
μ' ένα κόκκινο στυλό,
εκείνων που καμώνονται
πως έμαθαν ορθογραφία.
Κοιτώντας τον χορό της
κάτω από τα δένδρα,
της έταξα έναν κήπο
κι ας μου μηνούσε
τ’ αηδόνι που φώλιαζε
στον κόρφο της
πως ήταν από σύννεφο
κι ας μου δείχναν τ’ άστρα
που σμίγαν στην αγκάλη της
πως όλη η πλάση ήταν δική της.