Ξεχνά τα άγχη του
κρατώντας το μολύβι,
μα πιότερο
κι απ' τους στίχους
θα προτιμούσε
να τα συντρίψει
μπροστά στο πλήθος
που τα γεννά.
Ήθελε να νιώσει πρώτος
τη μαγεία της άνοιξης·
βαστώντας σφιχτά
μια σπασμένη παιδική oμπρέλα,
ενώθηκε με την καταιγίδα.
Δεν τον είδα ξανά,
μα οι πέτρες του καλντεριμιού
σφηνωμενες μέσα μου
-οι πέτρες που του πετούσαμε-
μου θυμίζουν το τρεχαλητό του.