Μάζευε γραμματόσημα, τηλεκάρτες,
τρύπιες δεκάρες που ξάφρισε
από ένα μισογκρεμισμένο χρέπι.
Σαν ενθύμια παιδικότητας,
λίγο πριν αλλάξει το νόμισμα,
καταχώνιασε κάτω απ' το στρώμα
τα ψωροχιλιάρικα απ' τα κάλαντα.
Αγόραζε χαρτάκια με ποδοσφαιριστές,
στο προαύλιο αντάλλαζε τα διπλά.
Παρότι δεν έβρισκε στόχο,
ονειρευόταν τη δική του καριέρα.
Έφηβος χανόταν σε δίσκους, βιβλία,
καρτ-ποστάλ από πολιτείες μακρινές,
ξεφύλλιζε τη ζωή σαν παραμύθι.
Μεγάλωσε, σκορπίζοντας ελπίδες
σε ταξίδια που δεν έκανε,
ο θησαυρός ξεπουλήθηκε
σε τιμή ευκαιρίας στο παζάρι.
Πλέον μαζεύει συναισθήματα,
είπαν πως δεν πιάνουν χώρο.
Κανείς δεν κοίταξε πιο βαθιά.
Πού να βρει τους παλιόφιλους
να μοιραστεί τα διπλά;