Κατεβαίνει με το μηχανάκι
ο πατέρας απ’ τον ουρανό,
αργοκυλά προς τα πίσω
το τραίνο της απουσίας,
γίνεται αύρα, κολλά
στα ξανθά της μαλλιά.
Συμφωνίες αηδονιών παραδείσιες
ντύνουν με φως από θάνατο
τη μαρμάρινη, ξεχασμένη σάλα,
χορδή- χορδή αγγίζει την αρμονία του
στη μεσονύχτια μοναξιά του πιάνου.
Σχεδόν λυγμός, κυλά αθέατος,
κανείς δεν την είδε να κλαίει.
Επιστρέφει στους αιθέρες της
το ίδιο μαύρο σύννεφο.