Κάποιος χαμάλης άφησε
στον δρόμο ένα στόμα,
το 'μπασα μέσα κι αμπάρωσα
μην ταραχτούν οι γειτόνοι.
μην ταραχτούν οι γειτόνοι.
Καθάρισα τις λάσπες
-κάποιοι διαβάτες πατούσαν πάνω
τι να προσφέρει, σκέφτονταν, ένα
στόμα-,
ξεκίνησε να αιμορραγεί,
κοκκίνισαν τα γραπτά μου.
κοκκίνισαν τα γραπτά μου.
Το κοίταξα θυμωμένος
«κατέστρεψες τα υπάρχοντά
μου», φώναξα,
απάντησε με τη δική μου φωνή.
απάντησε με τη δική μου φωνή.
Τ’ άρπαξα και το κόλλησα
στα χείλη.
Ταίριαζε.
Έκτοτε, πορεύομαι
με δύο στόματα.
Οι γείτονες με μισούν.