Σ’ ακένωτο λεβέτι, κτέρισμα λησμονημένης πολιτείας, με δάκρυ ξεπλένει και κρασί την πρώτη ηλιαχτίδα. Σμίγει με μυστικά βοτάνια την ύστατη αστραπή. Στη διαπασών το μυστικό βιολί, μα σαν σιωπήσεις νυκτωδία, ξέχειλο της Άρνης το ποτήρι, πέρα, ως τα κύτταρα, θα κυλίσει. Θα εξαϋλωθώ; Θα λάμψω; Κανείς ποτέ δεν έδωκεν απόκριση. Κανείς δεν τόλμησε ν’ απαντήσει.