Πνιχτή η νωχέλεια. Βλέμμα έξαφνα σκιρτά,
ύλη αδιόρατη κοπιάζει ν’ ατενίσει.
Τρίζει η σιωπή όταν στον Ζέφυρο ζητά
τη θαλπωρή που την απάθεια θα συντρίψει.
Το ρόδο άρπαξες, τρυγήθηκε ευθύς.
Ξερή η φύση από το χρώμα που κρατούσες.
Αλαφιασμένος πάλι, φώναζα «να ‘ρθεις»
Γιατί πλανεύτρα Άνοιξη βραδυπορούσες;
Άναρχο σύμπαν . Η κλαγγή πως θ’ ακουστεί;
Φαρέτρα άδεια η στερνή παραμυθία.
Στενός ο δρόμος και διπρόσωπη η Πυθία
Μα εσύ αψήφησες ξανά τον δικαστή.
ύλη αδιόρατη κοπιάζει ν’ ατενίσει.
Τρίζει η σιωπή όταν στον Ζέφυρο ζητά
τη θαλπωρή που την απάθεια θα συντρίψει.
Το ρόδο άρπαξες, τρυγήθηκε ευθύς.
Ξερή η φύση από το χρώμα που κρατούσες.
Αλαφιασμένος πάλι, φώναζα «να ‘ρθεις»
Γιατί πλανεύτρα Άνοιξη βραδυπορούσες;
Άναρχο σύμπαν . Η κλαγγή πως θ’ ακουστεί;
Φαρέτρα άδεια η στερνή παραμυθία.
Στενός ο δρόμος και διπρόσωπη η Πυθία
Μα εσύ αψήφησες ξανά τον δικαστή.