Κι
ὄταν αὐτό τό φῶς θά σβήσει, ἐγώ στό σκότος
θά
γεύομαι τή γλύκα τῆς ὑπέρτατης εὐδαιμονίας
.
Διψασμένα
τά σωθικά μου ἐναγωνίως θά ζητοῦν
τή
δροσιά πού τά χείλη σοῦ χάριζαν,
ὄταν
τά ἡδονικά κορμιά μας πάλλονταν
ἀπολαμβάνοντας
τό ἐκστατικό ἐκεῖνο ᾆσμα
πού ἀόρατα ἔψελναν Μουσόληπτοι Ἐρωτιδεῖς
γόνοι
μιᾶς ἀρχέγονης Μητέρας Γῆς
πού ἄπ' τά βάθη τοῦ Πόντου ἔξαφνα ἄναδύθηκε
ὄταν τό
σύμπαν ξεπήδησε ἀπ’ τα χάη
καί σάν ἄγριο θεριό ἐξημερώθηκε
κι
ὐποτάχθηκε σ΄ἐμᾶς γιά νά στεγάσει
τούς
εὐλογημένους ἀπ’ τή Χθόνια Θεά πόθους μας.
Σαγηνεμένη
ἀπό 'σένα ἡ Οὐράνια οἰνοχόος
ξέγνοιαστα
μᾶς μεθοῦσε γεμίζοντας τοῦς κρατῆρες
μέ
κρασί πού οἱ Βοτρυάδες Νύμφες τοῦ Ἰάκχου
πότιζαν
μέ τό δάκρυ τους γιά ν' ἀνακουφίσουν
τήν
πίκρα τῶν θλιμμένων ἐραστῶν τους
γιά
τ’ ὁρισμένο ἀπ΄τή Μοῖρα Ἄτραπο τέλος .
Ὄταν
εὐλαβικά σμίγαμε γιά νά θυσιάσουμε
τόν
ἄχραντο ἱδρῶτα μας στούς βωμούς τῆς Κοσμογόνας Ἕλξης
ἡ Θεία Ἐργάνη πρόσταζε ὀρεσίβιες παρθένες Κόρες
νά πλέξουν από ἀγριλιά ἀμάραντα στεφάνια
γιά νά μᾶς
στέψει ἀόρατη η ζωοδότρα Λιβιδώ
κι ὀ
πτερωτός καί πλᾶνος Ἵμερος
ἀποθεώνοντας
τή σαρκική μας μετουσίωση.
Ἀκόμα
κι ἄν κάτωχρος κι ἀπόκληρος
περιπλανιέμαι
σέ δύσβατα μονοπάτια
ἡ πεπερασμένη ψυχή μου θά λυτρώνεται
συναισθανόμενη τήν ὑπερκόσμια συμμετρία.