Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε γύρω μας η Φύση. Στα πολύ παλιά χρόνια τη θεωρούσαμε μητέρα μας. Πολλοί λαοί πίστευαν πως οι πρόγονοί τους βλάστησαν στο εσωτερικό της Γης, τα έγκατα, κι όταν έφτασε η κατάλληλη χρονική στιγμή ήρθαν στο φως, όπως εκείνα τα εικονικά φυτά, που είδατε με τα πολυδιάστατα γυαλιά σας στο μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Η Φύση ήταν ένας πίνακας σαν κι εκείνους που φτιάχνετε με τα εφέ στον υπολογιστή σας. Τα αχειροποίητα θαύματα της, οι μυστικές και μυστηριακές δυνάμεις της, όντας μη προσιτά στους πρωτόγονους, θεοποιήθηκαν. Το ειδυλλιακό ανάγλυφό της ενέπνευσε τη λαϊκή μας μούσα, τους ζωγράφους, τους πεζογράφους, τους ποιητές, τους τροβαδούρους. Έδωσε φωνή στους πόθους των εραστών, καταφύγιο στους κατατρεγμένους, ανάσα στους κουρασμένους...
Κάποτε εκεί εξώ υπήρχαν χρώματα. Μη σας ξεγελά το γκρίζο των πολυκατοικιών, το μαύρο που βλέπετε απ' το παράθυρο των βιαστικών αυτοκινήτων, καθώς μετακινείστε από πόλη σε πόλη, όταν - αραιά και πού - επιτρέπονται οι μετακινήσεις. Κάποτε υπήρχε πράσινο, τρεχούμενα νερά, καθαρός ουρανός. Υπήρχε χλωρίδα και πανίδα. Οικοσυστήματα που για εκατομμύρια χρόνια διατηρούνταν σε ισορροπία. Τροφικές αλυσίδες που δεν διαταράσσονταν. Νομίζετε πως ξέρετε τι σημαίνει «ζωή». Όμως τι ξέρετε από τραγούδια, πετάγματα και κελαηδήματα; Τι ξέρετε από σμήνη μελισσών, πεταλούδες και κρυφτό ανάμεσα στ΄ άνθη;
Κάποτε οι άνθρωποι έδειχναν το προσωπό τους, χαμογελούσαν, είχαν συναισθήματα και τα φανέρωναν. Δε φορούσαν αντιασφυξιογόνες μάσκες. Ήταν όμορφοι. Δε ντρέπονταν για τις όποιες διαφορές τους. Είχαν τα χέρια τους λεύτερα, αγκαλιάζονταν και φιλιούνταν δίχως φόβο. Δεν είχαν αναγκη από φιάλες οξυγόνου, όπως αυτές που τώρα πια κουβαλάμε σε κάθε μας βήμα.
Μια φορά κι έναν καιρό οι άνθρωποι έπαψαν να συνομιλούν με τη Φύση. Θέλησαν να την τιθασεύσουν, να την εκμεταλλευτούν, να την αποψιλώσουν, να την τεμαχίσουν, να την πουλήσουν, να την εξοντώσουν, για να ικανοποιήσουν τις ακόρεστες επιθυμίες τους.
Και νόμιζαν πως θα ζούσαν καλά κι εμείς καλύτερα.