Στο ημίφως της κάμαρας
κοιτάζει τις παλάμες του
σκληρές απ' το καλέμι,
σε γλυπτά ανέγγιχτα
απ’ τον χρόνο
μέτρα τις ώρες
— εκείνες που στο κρύο μάρμαρο
έδινε όψη, πάθος, πνοή —
σαν τραύματα
στα ματωμένα
δάχτυλά του.
Απ' το ημίφως της κάμαρας
στοχάζεται λογάδες ακαλαίσθητους
με γνώσεις-πασαλείμματα,
να εισηγούνται περί Τέχνης
την πλάνη των μικροαστών
με τα καλοβαλμένα χαμόγελα
καθώς κάπηλοι φρικτοί
αποτιμούν σε χρήμα
μορφές που τον ξόδεψαν
και ως το τέλος
θα τον δαπανούν.
Στο ημίφως της κάμαρας
αφουγκράζεται τη βιάση
των επισκεπτών
ώς το ταμείο
τα σεντούκια που γεμίζουν,
γεμίζουν, γεμίζουν
χωρίς να ξέρει μέχρι πού...
Στέκει κι αναπολεί,
γυρεύοντας την ουσία
μακριά απ' τα κακέκτυπα
που γέμισαν την Αγορά·
μόνη παραμυθία:
το άχραντο πετάρισμα
της Δημιουργίας.
Τα χάσματα ψηλαφεί
κάπου βαθιά
την πρώτη και τελεσίδικη βουτιά.
Ακόμα στέκει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου