Καθώς υγρασία
σε περονιάζει,
η ίδια αξύριστη όψη
βρίσκει τη δύναμη
και τρυπώνοντας κρυφά
απ’ τις χαραμάδες
απιθώνει στα βλέφαρα
— ορθάνοιχτα πια —
τ’ όνειρο που λάσπωσε.
«Πώς κατάντησες έτσι;»,
μονολογεί. «Δίχως υπεκφυγές,
λέγε τώρα πώς κατάντησες έτσι»
κι ενώ καταδικασμένος ερήμην
έχεις αποδεχτεί την κάθειρξη
χωρίς να προβάλεις
την παραμικρή υπεράσπιση,
ενώπιόν σου στέκει πάλι
ο σκληρότερος δικαστής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου