Τρίτη 27 Μαΐου 2025

Η χρησιμότητα του διαδικτύου



Τώρα κι ένας απολογητής της φρίκης
μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα
μπορεί να επιβεβαιώσει
ότι είναι άνθρωπος.

Τώρα κι ένα σκουριασμένο σώμα
με μια καρδιά από σίδηρο
που δε λυγίζει ποτέ
μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα
μπορεί να επιβεβαιώσει
ότι δεν είναι ρομπότ.

Πέμπτη 8 Μαΐου 2025

Ευσυνείδητοι πολίτες


Φυσικά θα κοκκινίσουν από ντροπή
διαβάζοντας για τις θηριωδίες
σε μια ξένη λωρίδα γης,
μέσω της κοινής δικτύωσης
θα δείξουν πως κλαίνε,
πως διαμαρτύρονται
για την ανθρώπινη αδικία,
ύστερα θα πλύνουν τα χέρια 
και θα πάρουν το δείπνο τους
μπροστά στην τηλεόραση.

Τετάρτη 7 Μαΐου 2025

Απ' το γεφύρι


Ανάμεσα σε σύννεφα
φορτωμένα βροχή
και την κατεβασιά
του χείμαρρου
που μουγκρίζει
εδώ στο ετοιμόρροπο γεφύρι
ακροπατώντας πάντα
σαν σε τεντωμένο σκοινί
στο σάπιο ξύλο που τρίζει.        

Πέμπτη 24 Απριλίου 2025

Η τελευταία φορά

Έγινε συνήθεια να λέμε
«είναι η τελευταία φορά,
την επόμενη», υποσχόμαστε,
«θα με δείτε αλλιώς
κατά πώς το θέλω πραγματικά»
κι αλήθεια, το προσπαθούμε,
μ' όλες μας τις δυνάμεις
δινόμαστε σ' εκείνο
που τάχα θα μας ανυψώσει·
μα γρήγορα προσγειωνόμαστε
στη στυγνή πραγματικότητα,
εδώ που στέκουν τα εμπόδια,
η μια μετά την άλλη ματαιώσεις,
κι η μόνη μας παρηγοριά
να λέμε «είναι η τελευταία φορά».

Σάββατο 12 Απριλίου 2025

Λεηλασία



Δεν είχες τίποτε να δώσεις
κι εύκολα συμβιβαζόμουν
όσο κι αν κρυβόσουν,
όσο κι αν δεν ήθελες
να το παραδεχτείς.
Μα η φρικτή συνήθεια
να λεηλατείς ένα ξερό
  δίχως χυμούς — κουφάρι,
κάνοντας δικά σου
τα πενιχρά που κέρδισα
καθώς αψηφούσα
τον έσχατο κίνδυνο,
ίσκιος φιδιού 
στα χνάρια μου
θα σέρνεται
μέχρι να δύσω.



Τετάρτη 26 Μαρτίου 2025

Απόδραση


Ξέχνα με απόψε.

Μια για πάντα

ξέχνα με.


Απ' το διψασμένο μου κορμί 

δεν έμεινε τίποτα

να θυμηθείς.


Τίποτα

απ' τη σάρκα μου

στη φρικτή σου φυλακή

να βασανίσεις.

Σάββατο 22 Μαρτίου 2025

Προσευχή


Να μπορούσα ν' απευθύνω

μια προσευχή 

στον Υιό του Ανθρώπου 

που ξεχάστηκε απ' τις Γραφές


Εκείνον που αιώνια

προορίζεται να κουβαλά

τον Σταυρό του

και πότε δε φτάνει

στον Γολγοθά,


Εκείνον που συνήθισε

να τον σκίζουν

τ' αγκαθιά,

να τον διαπερνούν

του πλήθους οι ταπεινώσεις


που θεός κανείς

τέρμα δεν έβαλε

στο μαρτύριό του.

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2025

Δευτερόλεπτα

 Πλάνη 


Οι ώρες που 'λεγα 

«δε σ' αγαπώ» 

Οι ώρες που πίστευα

ότι δε σ' έχω

αγαπήσει. 


Σολωμικό


Ψέμα για πάντα 

που κρατεί 

μακριά το

λυτρωμό μου.


Προσευχή

Να μπορούσα ν' απευθύνω
μια προσευχή 
στον Υιό του Ανθρώπου 
που ξεχάστηκε απ' τις Γραφές

Εκείνον που αιώνια
προορίζεται να κουβαλά
τον Σταυρό του
και πότε δε φτάνει
στον Γολγοθά,

Εκείνον που συνήθισε
να τον σκίζουν
τ' αγκαθιά,
να τον διαπερνούν
του πλήθους οι ταπεινώσεις

που θεός κανείς
τέρμα δεν έβαλε
στο μαρτύριό του.

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2025

Πατριδογνωσία


Το αίμα 
δε στεγνώνει
στη χώρα μου.
Το σκουπίζουν
το μπαζώνουν
το πατάνε
μα εκείνο
ποτάμι κόκκινο κυλά
λεκές αιώνιος
περονιάζει
τα ρούχα 
το στρώμα 
που κοιμάμαι.
Δε φεύγει πότε.

Η τέφρα
δεν ξεχνιέται 
στη χώρα μου.
Σύνθημα οργής
στα χείλη του παιδιού
που έμεινε πίσω
σκεπάζει τις ελπίδες,
τις ανέσεις, 
τις δουλειές μας.
Δε φεύγει πότε.


Αίμα και τέφρα
η χώρα μου
καθώς μ' αγριοκοιτά
στέκω με κομμένη ανάσα,
χέρι δε βρίσκω
να πιαστώ.
Το δίκιο 
στη χώρα μου
δε στεριώνει.

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2025

Απ' το νοσοκομείο


Καθώς αποστήθιζε
Το τραγούδι του Νεκρού Αδελφού
πριν την στερνή χημειοθεραπεία
κι ενώ η γλώσσα πήγαινε ροδάνι
μπρος στον μαθητευόμενο γιατρό
που άναυδος κοιτούσε
γραπτό της ήταν να κολλήσει
στην προτελευταία στροφή
και τηλεφώνησε 
να της το θυμίσω
απ' τα σχολικά Κείμενα.

Άρχισα να διαβάζω
και πήρε ν’ αγαλλιάζει.
Αν ένιωσε πως βούρκωσα
πως η φωνή έτρεμε
στον στίχο: «Έχω καιρό π' αρρώστησα /
και πέσαν τα μαλλιά μου»,
δε θα μάθω ποτέ.

Ψυχοσάββατο


Σκαγιασμένες τσίχλες
με κυνηγού λαλιά
από τα ύψη κρένουν
των πεθαμένων τις βουλές.
Η μοίρα στο πρεβάζι
σε σκιάζει καθώς φτυαρίζεις
ν’ αλαφροπατήσεις στο χώμα
που γλυκά τους κοιμίζει.


Στην πλάση της απαντοχής
μένεις να τραγουδήσεις
τα βιαστικά πέρσι
που φέτος δεν έγιναν.

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2025

[άτιτλο]

Κείνοι το παίζουν αγνοί 
για να κρύψουν τη βρόμα τους
κραδαίνουν ρόπαλο την αρετή
αδιάκοπα κουνούν
το χέρι σαν μαέστροι
ποζάρουν χαμογελώντας
ανάμεσα στα πλήθη
μα φίλο δεν έχουν καρδιακό
μας κόβουν μας ζυγίζουν
στην πιάτσα μας πουλούν
θα προδίδαν αδέρφια, γονείς
όσο η τσέπη γεμίζει
ας δείχνουν προσήλωση 
στους τύπους, τις γραφές 
πατρίδα, πίστη, σύντροφο θ' άλλαζαν
καθώς αλλάζουν πουκάμισο

Κείνοι ντυθήκαν αγνοί...

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2025

Βιασύνη


Έδινα την εντύπωση πως βιαζόμουν
πως είχα κάποιον μυστικό προορισμό
μα εγώ ποτέ δεν έμαθα
για πού τραβώ 
και χωρίς να το καταλάβω
με προσπερνούσαν διαβάτες
που κίνησαν ώρες μετά

κι έμεινα για πάντα
γαντζωμένος εδώ. 

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2025

Αγωνία

Θα 'ναι Κυριακή 
και θα παίζουμε
εκτός έδρας.
Έξαφνα ο εκφωνητής
από ένα κλουβί
στην επαρχία
θα διακόπτει τη ροή.
Το βάλαμε, το φάγαμε,
κανένας δε θα ξέρει.

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2025

[άτιτλο]

Εκείνοι τσιμπολόγησαν
τις αλήθειες σου
σε δείπνο Λωτοφάγων
κι έμειναν εκεί. 
Εγώ χωρίς τα ψεύτικα 
δεν κάνω βήμα
κι ας κρύβει το δισάκι 
μουχλιασμένο ψωμί 
ας στάζει νερό
αμίλητο η στέρνα.

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2025

Γενιά χαμένη


Θα τραγουδήσουμε το δίκιο
τον ήλιο θα τραβήξουμε
δύο σπιθαμές πιο κοντά.
Προσμένοντας την άνοιξη
Θα σύρουμε τον χορό,
σφιχτά στο χέρι
θα κρατήσουμε το ποτήρι
και μι’ αυγή
μ’ αόρατα πυρά
θα σκοτωθούμε.


Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2025

Εξέγερση



Μέσα απ’ τα μάτια σου
βλέπω τα δόκανα των εχθρών.
Ψηλαφώντας το κορμί σου
ανακτώ τα ιδανικά
που ασύδοτα, δίχως έλεος,
βγάζουν στο παζάρι.
Κάτω απ’ τις μπότες σου
βρίσκω τα μαγαζάκια τους σπασμένα,
ματωμένα τα ούλα τους
και δε λυπάμαι...

Πολλοί ομνύουν 
στο κόκκινο της φωτιάς
και καλύτερο φόντο 
για τις ασφυκτικές πόλεις,
τις φουσκωμένες τσέπες τους
δε θα ‘βρεθεί.

Μα εγώ το έμαθα
και σ’ αυτή τη φάση
δε θέλω να ξεμάθω: 
η επόμενη εξέγερση
θ' αντλεί φως
απ’ το πράσινο
των ματιών σου.

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2025

Τύψεις

Καθώς υγρασία
σε περονιάζει,
η ίδια αξύριστη όψη
βρίσκει τη δύναμη
και τρυπώνοντας κρυφά
απ’ τις χαραμάδες
απιθώνει στα βλέφαρα
— ορθάνοιχτα πια —
τ’ όνειρο που λάσπωσε.
«Πώς κατάντησες έτσι;»,
μονολογεί. «Δίχως υπεκφυγές,
λέγε τώρα πώς κατάντησες έτσι»
κι ενώ καταδικασμένος ερήμην
έχεις αποδεχτεί την κάθειρξη
χωρίς να προβάλεις
την παραμικρή υπεράσπιση,
ενώπιόν σου στέκει πάλι
ο σκληρότερος δικαστής.