Δεν είχες τίποτε να δώσεις
κι εύκολα συμβιβαζόμουν
όσο κι αν κρυβόσουν,
όσο κι αν δεν ήθελες
να το παραδεχτείς.
Μα η φρικτή συνήθεια
να λεηλατείς ένα ξερό
— δίχως χυμούς — κουφάρι,
κάνοντας δικά σου
τα πενιχρά που κέρδισα
καθώς αψηφούσα
τον έσχατο κίνδυνο,
ίσκιος φιδιού
στα χνάρια μου
θα σέρνεται
μέχρι να δύσω.